- μηνιείος
- μηνιεῑος, -α, -ον (Α)1. ο μηνιαίος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιεῑαμηνιαία σιτηρέσια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός + κατάλ. -ιεῖος (πρβλ. ταλαντ-ιείος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
μηνιείαν — μηνιείᾱν , μηνιεῖος monthly rations fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)